Σημειώσεις για τις εκλογές (για να θυμηθούμε τα βασικά και να αναστοχαστούμε τις λεπτομέρειες).


 Περισσότερο από την επικαιρότητα και τις ιδεολογίες, το αποτέλεσμα των εκλογών καθορίζεται από το διακύβευμα, αυτό φαίνεται και από τα εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα διαφορετικών εκλογών (πχ. Δημοτικών και Ευρωεκλογών). Στην περίπτωση των εθνικών εκλογών στην Ελλάδα, που είναι μια κοινοβουλευτική δημοκρατία (ρεπούμπλικα), το διακύβευμα είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης. Η Ελλάδα έχει μια ισχυρή παράδοση διπολικών μονοκομματικών κυβερνήσεων, που σημαίνει με απλά λόγια ο κόσμος επιλέγει κυβέρνηση. Μικρό ποσοστό των ψηφοφόρων δεν επέλεγε κυβέρνηση αλλά "εξισορροπητική" εκπροσώπηση, πολιτική παράδοση, ιδεολογική ταύτιση κλπ, πολιτικές αρχές κοκ.

Παραδοσιακά, ο δικομματισμός συγκέντρωνε 80-85% και υπήρχε μια συμπαγής σταθερή παρουσία 2 αριστερών κομμάτων, μια παροδική παρουσία ακροδεξιών σχηματισμών και ορισμένα πιο προσωρινά πολιτικά φαινόμενα κυρίως προσωποκεντρικά (πχ. ΔΗΚΚΙ). Έτσι το πολιτικό σύστημα των δεκαετιών 80-90-00 μπορεί να ονομαστεί σύστημα των 2μιση κομμάτων (αρχικά το 1980, δηλ. 1 ΠΑΣΟΚ, 2ΝΔ και μισό ΚΚΕ) και των 2κομμάτων και 2μισών από το 1990 και μετά (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΚΚΕ, ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ). Το σύστημα των 2 κομμάτων και 2 μισών εξασφάλιζε μια απόλυτη κυριαρχία των 2 κομμάτων και μια θεσμική εκπροσώπηση της αριστερής παράδοσης. Σε αντίθεση με άλλα συστήματα 2μιση κομμάτων στην Ελλάδα τα μισά είχαν μια παράδοση μη συμμετοχής στην εκτελεστική εξουσία, το οποίο θεωρείτο δεδομένο, και σχεδόν αφορούσε όλα τα επίπεδα διοίκησης  (ακόμα και την αυτοδιοίκηση). Αυτό είναι μια ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, και πρόκειται για μια «εθελοντική» (από την αριστερά) διατήρηση της μεταπολεμικής πολιτικής παράδοσης που επικρατούσε σε όλη τη Δ. Ευρώπη. Όμως ο αποκλεισμός των ΚΚ από τη δυτική Ευρώπη ως το 1980 δεν ήταν οικειοθελής επιλογή τους, αλλά αποτέλεσμα του ψυχρού πολέμου, ενώ ο σημερινός είναι αυτοαποκλεισμός οριοθέτησης και μόνιμης αποχής από την «τρέχουσα» πολιτική. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι αυτό είναι αποτέλεσμα και της ηγεμονικής συμπεριφοράς του ΠΑΣΟΚ, ως ένστικτο επιβίωσης, όμως σε κάθε περίπτωση η διαιώνιση της λογικής ότι ένα τμήμα του πληθυσμού περί του 10% δεν θα συμμετέχει σταθερά σε καμιά μορφή διακυβέρνησης σε κανένα επίπεδο, σημαίνει ότι δεν μπορεί να σχηματιστεί «αριστερή ή κεντροαριστερή ή προοδευτική πλειοψηφία» de facto. Κάποιος θα πει «τους είδαμε» αλλά αυτό είναι επίπεδο καφενείου, η πολιτική είναι φάσμα του γκρίζου και το παράδειγμα της διακυβέρνησης του ΚΚΕ σε ορισμένους δήμους δείχνει ότι διαχρονικές παθογένειες είναι κοινές σε όλους τους πολιτικούς χώρους και δεν υπάρχει λόγος να θεωρείται «εξαίρεση».  

Η κρίση της δεκαετίας του 2010 μπορεί να έσπασε τις πολιτικές ταυτίσεις αλλά δεν άλλαξε το διακύβευμα των εκλογών. Ίσα ίσα, από τα αποτελέσματα φαίνεται ότι πάντα η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων ενδιαφέρεται για τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε 2ο κόμμα το 2012 ακριβώς γιατί πρόβαλε το προφίλ της "κυβερνητικής αριστεράς". Η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν τακτικά ορθή, αλλά δεν συνοδευόταν με δουλειά υποδομής. Βασικά η μόνη στρατηγική ήταν ο ηγεμονισμός ως αντίγραφο του "παλιού ΠΑΣΟΚ του ορθοδόξου". Στην ουσία ο νέος διπολισμός – πιο ασθενής- που κυριάρχησε την δεκαετία του 2010, δεν συσπειρώθηκε γύρω από ένα πολιτικό πρόγραμμα (ξέρω γω 35ωρο, χωρισμός εκκλησίας από το κράτος) αλλά στο δίπολο μνημονιακό – αντιμνημονιακό. Εδώ θα επισημάνουμε ότι πράγματι η θεραπεία σοκ των πολιτικών που εφαρμόστηκαν (και επεκτείνονται) δημιούργησαν αυτό το δίπολο, όμως -εκ του αποτελέσματος- αποδείχθηκε ότι δεν συνοδευόταν από ένα ενοποιημένο – πλουραλιστικό- σχέδιο, τύπου «Λαϊκού Μετώπου του ‘36», με αναφορά σε κοινωνικές δυνάμεις κλπ.. Θα λέγαμε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα και για το «αντιμνημονιακό μέτωπο» και για το «νέο πασοκ». Έτσι φτάσαμε το 2019 όπου ο διπολισμός διατηρήθηκε, πράγμα που ήταν λογικό μιας και ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ακόμα την «αύρα» του «απερχόμενου» και υπήρχε έντονη η συσπείρωση για την αποτροπή του αντιπάλου (όπως δηλαδή για το ΠΑΣΟΚ το 1989-90, 2004). Την περίοδο αυτή είχαμε το σύστημα των 2 κομμάτων και πολλών λοιπών, εκ των οποίον το 1, το ΠΑΣΟΚ πιθανός εταίρος- θεωρητικά- και των 2 ανταγωνιστικών κομμάτων. Οι εκλογές του Μάη του 2023, με απλή αναλογική, έδειξαν ότι το σύστημα 2 κομμάτων και μερικών «λοιπών» δεν μπορούσε να διατηρηθεί. Στην πραγματικότητα θα μπορούσε να γίνει μόνο αν υπήρξε κάποιο πεδίο συνεννόησης τουλάχιστον 3 κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ΜεΡΑ25) αλλά αυτό ήταν πρακτικά αδύνατο, άσε που το ΚΚΕ θα επωφελούνταν μεσοπρόθεσμα ως «καθαρό» κόμμα (
sic). Με απλά λόγια οι υποτιθέμενη «προοδευτική διακυβέρνηση» ήταν κάτι σαν το δίλημμα του φυλακισμένου, όπου τα κόμματα επιλέγουν να σώσουν το τομάρι τους, αλλά αυτό προϋπέθετε εξασφαλισμένη διακυβέρνηση, διαφορετικά όλοι θα πηγαίναν στον πάτο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ΣΥΡΙΖΑ επανέλαβε την δοκιμασμένη στρατηγική του «παπανδρεικού» ηγεμονισμού, νομίζοντας ότι θα κεφαλαιοποιήσει συσπείρωση ειδικά στις 2ρες εκλογές αφού έχει κατοχυρωθεί ως το 2ο κόμμα. Στην πραγματικότητα, στη συνείδηση του κοινού, το κομματικό σύστημα δεν ήταν των «δυομιση κομμάτων» αλλά του ενός κόμματος και των 2 μισών. Οπότε πρακτικά αυτό επιβεβαίωσε την απόλυτη ηγεμονία την Νέα Δημοκρατίας.

Οι δεύτερες εκλογές, το μόνο ενδιαφέρον που έχουν στην αποτύπωση της ψήφου διαμαρτυρίας, αφού είχε πλέον εξασφαλιστεί η διακυβέρνηση στη συνείδηση του κόσμου. Επισημαίνεται ότι ο χώρος της ακροδεξιάς είχε ήδη διαμορφωμένες «ρεζέρβες» στην κοινωνία και δεν δυσκολεύτηκε να επανα-συσπειρώσει τις δυνάμεις που είχε ήδη διαθέσιμες σε τρεις διαφορετικούς σχηματισμούς. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι να ερευνήσουμε διαχρονικά και καινούργια φαινόμενα που ισχυροποιούν την ακροδεξιά στο δημόσιο λόγο και χώρο (πχ. δομές κοινωνικοποίησης όπως εκκλησία, χουλιγκανισμός, συνωμοσιολογίες και χρήση των social media κοκ., οικειοποίηση τμήματος λόγου και ατζέντας από τα υπόλοιπα κόμματα κλπ.).

Σχετικά με τις δομές κοινωνικοποίησης, νομίζω ότι η δεκαετία του 2010 επιδείνωσε την κατάσταση, με την κατάρρευση των ενωτικών και με κάποια σχετική μαζικότητα συλλογικοτήτων στην κοινωνία και στα κινήματα, κάτι που είχε αρνητική επίδραση στην ποιότητα και στην ουσία τους, δίνοντας το πάνω χέρι στην «αντισυστημική» alt right είτε υιοθετώντας τμήμα του λόγου τους (πχ. κλιματική άρνηση και γενικότερα στοχοποίηση της «πράσινης μετάβασης» επι της αρχής και όχι επι μέρους πολιτικών, υιοθέτηση alt right περί «ελίτ» και κέντρων και όχι υλιστική και ολιστική αντιμετώπιση των ζητημάτων κοκ.). Η ύπαρξη συλλογικοτήτων με διαδικασίες και κρίσιμη μάζα για σοβαρό αναστοχασμό, ζύμωση και δράση ήταν παραδοσιακά πολύ ασθενής. Ούτε συνδικάτα, ούτε μαζικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές οργανώσεις υπήρχαν παρά μόνο κόμματα. Τα κανονικά κόμματα έχουν διαδικασίες και τοπική αναφορά αρά η διασύνδεση με τα κινήματα γίνεται μέσω της συμμέτοχης τους στη γέννηση τους, μέσω του αναστοχασμού μέσω ομάδων επεξεργασίας στο εσωτερικό κλπ. Όλα αυτά λειτουργούν ως ασφαλιστικές δικλείδες «πολιτικοποίησης» των κινημάτων (συνήθως ολιγομελών και μονοθεματικών) και «κινηματοποιησης» των κομμάτων. Το σύστημα έχει βέβαια παρενέργειες, αφού η παράδοση της αριστεράς ήταν η εργαλιακή χρήση των κινημάτων, αλλά τουλάχιστον υπήρχε δυνατότητα ωρίμανσης ιδεών και απόψεων. Αυτο ως τις αρχες του 2010 λειτουργούσε αφού ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κόμμα μη κυβερνητικό (και είχε υποδομές να κάνει κατι τέτοιο) αλλά ακόμα και οι οικολόγοι πράσινοι ήταν κανονικό κόμμα με τοπικές αναφορές αποδεκτό από τα κινήματα, στον τομέα των δικαιωμάτων- που δεν γνωρίζω τόσο καλά- υπήρχαν και υπάρχουν τεκμηριωμένες συλλογικότητες που μπορούν να επιτελέσουν αυτό το ρόλο και σήμερα. Η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα διαμαρτυρίας σε κυβερνητικό κόμμα, πρώτα απορρόφησε (και εξαφάνισε) αυτό το δεσμό και στη συνέχεια απομακρύνθηκε. Το κενό της διαμαρτυρίας το κάλυψαν λιγότερο μαζικές «αυθόρμητες ομάδες» που όμως με το να μην μπορούν να σχηματίσουν μόνιμους θεσμούς και διαδικασίες μετατράπηκαν σε «καπετανάτα» με μικρή επιρροή στην κοινωνία, τα οποία με τη διάδοση των social media και την περιορισμένη γνώση των ζητημάτων (πολιτική ημιμάθεια) σε σχέση με την -εύλογη- οργή αποτελούν θεσμούς που δεν αποτελούν αξιόπιστη εναλλακτική στην altright, η οποία μπορεί εύκολα να «περάσει μηνύματα» (πρόσφατο ενδεικτικό παράδειγμα, ιστορικής προσωπικότητας της κοινωνικής οικολογίας, που αναπαρήγαγε πληροφορίες ότι οι σταθμάρχες παίρνουν μισθούς 3500 ευρώ, ενώ οι ίκαροι μόνο 1200 προφανώς ανυπόστατο που προφανέστατα πηγάζει από κύκλους των ενόπλων δυνάμεων). Στον τομέα της κομματικής πολιτικής τα συλλογικά «παραδοσιακά» κόμματα αντικατέστησαν προσωποπαγή σχήματα (ΜεΡΑ25 και Πλεύση Ελευθερίας)που λειτουργούν ως advocacy parties για τα παραπάνω κινήματα, χωρίς να έχουν βαθιά γνώση των ζητημάτων και «ολιστική» αντίληψη των διαδικασιών, αποτυπώνουν στην ουσία τον ανύπαρκτο διάλογο στους -παραδοσιακά μεν αλλά ακόμη περισσότερο σήμερα- κατακερματισμένους ριζοσπαστικούς χώρους. Νομίζω ότι ο κατακερματισμός της αριστεράς – όχι σε οργανωτικό επίπεδο- αλλά σε επίπεδο διαλόγου και αναζήτησης κοινής πλεύσης μέσα από διαδικασίες και ζυμώσεις είναι ένα ζήτημα που δεν θα πρέπει να περνάει απαρατήρητο για τη διαχρονική αποτυχία της αριστεράς. Προφανώς, σε αυτό παίζει ρόλο ότι υπάρχει μια αναντιστοιχία των θεωρητικών μοτίβων που αναπαράγονται με θρησκευτική  ευλάβεια από τις οργανώσεις σε σχέση με την πραγματικότητα. Προφανώς πηγάζει και από την ανυπαρξία του προβληματισμού της πολιτικής οικολογίας ως σημαντικό ρεύμα μέσα στην κοινωνία.

Γι αυτό το τελευταίο θα ήθελα να επισημάνω. Η πολιτική οικολογία στις εκλογές αυτές απέτυχε λόγω χρόνιων παθογενειών της ίδιας. Αν οι Οικολόγοι Πράσινοι του 2012 συνέχιζαν να είναι «κανονικό» κόμμα (σήμερα δεν ξέρω ποια- αμφιλεγόμενης ποιότητας ελάχιστα μέλη- συνεχίζουν να έχουν την «σφραγίδα) και συνεργαζόταν με το ΣΥΡΙΖΑ όπως έκαναν το 2015, κάποια στιγμή αποχωρούσαν πάλι με κανονικές συλλογικές διαδικασίες και ξανακατέβαιναν τώρα, είναι πιθανόν να συσπείρωναν σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού. Όμως το «πράσινο και μωβ» δεν ήταν το ίδιο. Οι οικολόγοι πράσινοι χρειάστηκαν χρόνια, λειτουργώντας ως μικρό αλλά «κανονικό» κόμμα (δηλαδή με συλλογικές διαδικασίες και τοπική αναφορά) ώστε να καταφέρουν να φτάσουν το 2007 στο 1% και να καθιερωθούν ως κόμμα. Το ότι δεν έγινε «κανονικό» κόμμα οφείλεται σε μια σειρά παθογένειες που υπήρχαν στο εσωτερικό του, αλλά και στο ρόλο μιας σειράς ιστορικών στελεχών της. Αντίθετα το πράσινο και μωβ ήταν εκλογική συμμαχία της τελευταίας στιγμής, που μάλιστα δεν συμμετείχε στις εκλογές του Μάη. Η πεποίθηση που υπήρχε ότι θα μπορέσει να έχει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα μοιάζει λίγο με την περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ και ΜεΡΑ25 που υπήρχε μια αισιοδοξία ότι θα πάει καλά, απλά γιατί υπάρχει κενό να καλύψει. Έτσι σαν ώριμο φρούτο. Η περίπτωση της παρουσίας της πολιτικής οικολογίας το 94 που απλά κατέβηκε και πάτωσε είναι ανάλογη.

Τελευταία επισήμανση, στην Ελλάδα για να αντιστραφούν αυτές οι δυσοίωνες εξελίξεις- κάτι εξαιρετικά δύσκολο- δεν αρκεί κάποια μαγική λύση, αλλά πρέπει να συνυπάρξουν 3 διαφορετικές διαδικασίες (που και οι τρεις μοιάζουν εξαιρετικά δύσκολες):

1.       Η πρώτη είναι η δημιουργία μαζικών συλλογικών χώρων ανεξάρτητων από την κομματική πολιτική που να συζητάν με ανοικτό πνεύμα σημεία σύγκλισης, να ζυμώνονται στα νέα ζητήματα που προκύπτουν (πχ. νομοσχέδια). Ένα καλό παράδειγμα είναι η συμμαχία του κόσμου της εργασίας, των περιβαλλοντικών οργανώσεων και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών στη Γαλλία, τη «Οικολογική και Κοινωνική Συμμαχία» στην οποία συμμετέχουν συνδικάτα (CGT, FSU, Solidaires, Confération Paysanne) και οργανώσεις (Greenpeace, Φίλοι της Γης, Oxfam, ATTAK), χωρίς ο ένας να θεωρεί προδότη τον άλλο.     

2.      Το πολιτικό σύστημα χωλαίνει. Πρέπει να αποτυπωθούν οι πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς και της οικολογίας στο πολιτικό σύστημα και αυτές με τη σειρά τους να αποκαταστήσουν το διάλογο πάνω σε κοινές λύσεις. Είναι απαραίτητο και ένα κόμμα της βιωσιμότητας (πολιτική οικολογία) για να διατυπώσει το ζήτημα του οικολογικού μετασχηματισμού ως πραγματική διαδικασία στο σήμερα, με τις πολλές διαστάσεις του σε μίκρο και μάκρο επίπεδο, σε βράχυχρόνιο και μακροχρόνιο επίπεδο και όχι θεωρητική αφαίρεση γενικά και αόριστα. Η εργατική αριστερά υπάρχει και πρέπει να υπάρχει, όμως θα πρέπει να φύγει από το 1917 και να έρθει στο σήμερα. Όπως και στις κοινωνικές οργανώσεις θα πρέπει να αποκατασταθεί ο διάλογος και στην «κομματική πολιτική».

3.      Δεν χρειάζεται να απαντάμε σε ερωτήματα που δεν τίθενται από τις κοινωνικές συνθήκες και την καθημερινότητα λες και είναι επιτακτική ανάγκη να «οριοθετηθούμε», όπως μεταρρύθμιση η επανάσταση, γιατί τις υποτιμάμε και τις ίδιες ως έννοιες. Ένα κόμμα που πιστεύει στην επανάσταση δεν είναι επαναστατικό κόμμα. Οι επαναστάτες δημιουργούνται από τις συνθήκες. Να έχουμε υπόψη ότι το 1789 οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές του «τρόμου» ήταν υπέρ της συνταγματικής μοναρχίας και μετά από 3 χρόνια καταδίκασαν τον Λουδοβίκο στην καρμανιόλα, ο Φιντελ Κάστρο ήταν ηγέτης ενός σοσιαλιστικού κόμματος και όχι του ΚΚ κοκ. Το πραγματικό ερώτημα είναι θεσμικές πολιτικές μετάβασης ή αυτοοργάνωση και κινηματική δράση και σε αυτά δεν υπάρχει απάντηση on off, έκαστος στο είδος του και ο μόνος περιορισμός είναι ο πεπερασμένος χρόνος και η σύγκρουση συμφερόντων και η αλληλοεπικάλυψη.   

Και κυρίως να σταματήσουμε να καληνυχτίζουμε τον Κεμάλ. Δεν μας το ζήτησε ποτέ ας είμαστε «αισιόδοξοι λόγω θέλησης και απαισιόδοξοι λόγω σκέψης» όπως έλεγε ο Α.Γκράμσι.

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Περί αναπλάσεων και αντι- αναπλαστών στους δρόμους του Πειραιά

Ναυτία